Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πολύ λυπούμαι γι αυτό

  • 1 о

    о (об, обо) για· σε· о ком (о чём) вы говорите? για ποιον ( για ποιο πράγμα) μιλάτε; я об этом не подумал δεν το σκέφτηκα αυτό* я о нём часто думаю τον σκέφτομαι συχνά* не беспокойтесь об этом! μην ανησυχείτε γι' αυτό! я об этом очень сожалею πολύ λυπούμαι γι αυτό* удариться о что-л. χτυπώ ( πάνω) σε κάτι; мы обо всём позаботимся θα φροντίσουμε για όλα
    * * *
    (об, обо)
    για; σε

    о ком (о чём) вы говори́те? — για ποιον (για ποιο πράγμα) μιλάτε

    я об э́том не поду́мал — δεν το σκέφτηκα αυτό

    я о нём ча́сто ду́маю — τον σκέφτομαι συχνά

    не беспоко́йтесь об э́том! — μην ανησυχείτε γι’αυτό!

    я об э́том о́чень сожале́ю — πολύ λυπούμαι γι'αυτό

    уда́риться о что-л. — χτυπώ (πάνω) σε κάτι

    мы обо всём позабо́тимся — θα φροντίσουμε για όλα

    Русско-греческий словарь > о

  • 2 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

  • 3 жаль

    επιφ. με σημ. κατηγ.
    (είναι) κρίμα, λυπηρό, λυπάμαι, συμπονώ, σπλαχνίζομαι, ψυχοπονώ•

    мне тебя жаль σε λυπάμαι•

    жаль парня κρίμα το παλικάρι•

    жаль на него смотреть είναι νατον βλέπεις και να λυπάσαι•

    мне стало жаль его τον λυπήθηκα•

    он так скуп, что ему жаль куска хлеба είναι τόσο τσιγγούνης, που λυπάται ένα κομμάτι ψωμί•

    мне жаль итого человека λυπάμαι αυτόν τον άνθρωπο•

    мне жаль потраченного времени κρίμα το χρόνο που έχασα•

    мне жаль, что вы уезжаете λυπούμαι πού φεύγετε•

    жаль, что он уехал κρίμα που έφυγε•

    мне жаль, что я уехал λυπάμαι που έφυγα•

    мне жаль слышать это μου προκαλεί λύπη να το ακούω•

    жаль брата κρίμα τον αδερφό•

    (это) очень жаль (αυτό) είναι πολύ λυπηρό.

    || δυστυχώς•

    поесть-то здесь жаль нечего δυστυχώς, εδώ δεν έχει τίποτε για φαί.

    Большой русско-греческий словарь > жаль

См. также в других словарях:

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»